σφαγιτις

σφαγιτις
    σφαγῖτις
    σφᾰγῖτις
    -ῐδος adj. f горловая, шейная
    

φλὲψ σ. Arst. — яремная вена


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σφαγιτις" в других словарях:

  • σφαγῖτις — of the throat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγῖτιν — σφαγῖτις of the throat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτιδα — η / σφαγῑτις, ίτιδος, ΝΑ ονομασία καθεμιάς από τις τέσσερεις μεγάλες φλέβες που υπάρχουν στο δεξιό και στο αριστερό πλάγιο τού λαιμού (α. «έξω σφαγίτιδα» β. «έσω σφαγίτιδα» γ. «οπίσθια σφαγίτιδα» δ. «πρόσθια σφαγίτιδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή +… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιτίδων — σφαγῑτίδων , σφαγῖτις of the throat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτιδας — σφαγί̱τιδας , σφαγῖτις of the throat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτιδες — σφαγί̱τιδες , σφαγῖτις of the throat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτιδος — σφαγί̱τιδος , σφαγῖτις of the throat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτισι — σφαγί̱τισι , σφαγῖτις of the throat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίτισιν — σφαγί̱τισιν , σφαγῖτις of the throat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»